- κραταιβάτης
- κρᾰται-βάτης [βᾰ], ου, [dialect] Dor. [suff] κρᾰταί-τᾱς, α, ὁ,A striding in might, epith. of Zeus, IG4.669 ([place name] Nauplia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραταιβάτης — κραταιβάτης, ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α) επιγρ. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει βάτης, σχοινο βάτης] … Dictionary of Greek
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek